ἀμάνδαλον

ἀμάνδαλον
ἀμάνδαλον
Grammatical information: adj.
Meaning: = ἀφανές παρ' Άλκαίῳ (Hdn.; Et. Gen. A p. 20 Reitzenstein; EM 76, 52)
Derivatives: ἀμανδαλοῖ ἀφανίζει, βλάπτει H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Hdn. to ἀμαλδύνω; dissimilated from *ἀμάλδαλος? Schwyzer 258; doubtful.
Page in Frisk: 1,85

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μάνταλος — και μάνδαλος, ο (AM μάνδαλος, Μ και μάνταλος) σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με την οποία κλείνεται από μέσα η πόρτα ή το παράθυρο, η αμπάρα, ο σύρτης νεοελλ. στρατ. μηχανισμός τού κλείστρου τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”